- λώβα
- και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα)η νόσος λέπρααρχ.1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.)2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» — θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.)3. ακρωτηριασμός, αποκοπή μέλους («τὸν ἄνδρα λώβαις ἐκβαλεῑν ἀναξίως», Σοφ.)4. (για πρόσ.) ευτελής, ανέντιμος, αχρείος άνθρωπος («λώβην τ' ἔμεναι καὶ ὑπόψιον ἄλλων», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. λώβη (πρβλ. λώπη, κώπη, λώγη) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *slōgw- τής ΙΕ ρίζας *slēgw- «πιέζω, κακομεταχειρίζομαι» και συνδέεται με βαλτικούς τ. που σημαίνουν «καταπιέζω, καταβάλλω, βασανίζω, τυραννώ» με χειλουπερωικό φθόγγο και αρκτικό σ- (πρβλ. λιθουαν. sloga «μάστιγα, θλίψη, κακό», slogus «καταθλιπτικός, επαχθής». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *lōb- και συνδέεται με ιρλδ. lobaim «σαπίζω», αρχ. ιρλδ. lobur «ασθενής, αδύναμος», καθώς και λατ. labor «κόπος, καταπόνηση», lābes «φθορά, κηλίδα, όλεθρος» και όλη την οικογένεια τού lūbricus «ολισθηρός, επισφαλής» κ.ά.ΠΑΡ. λωβόςαρχ.λωβεύω, λωβήεις, λωβήμων, λωβηρός, λωβητήρ, λωβήτωραρχ.-μσν.λωβώ (I), λωβώμαιμσν.λωβάδα, λωβάστρα, λωβώδηςμσν.- νεοελλ.λωβιάζω(νεοελλ. λωβιά, λωβιάρης.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. επίλωβος και επιλωβής].
Dictionary of Greek. 2013.